Φορ, Πολ

Φορ, Πολ
(Fort, 1872 – 1960). Γάλλος ποιητής. Στην ποίησή του ακολούθησε τις αισθητικές αντιλήψεις των συμβολιστών. Παράλληλα με την ποιητική του δραστηριότητα, ίδρυσε το 1890 το Θέατρο Τέχνης και το 1905 το περιοδικό Στίχος και πρόζα, στο οποίο συνεργάστηκαν οι κυριότεροι Γάλλοι συμβολιστές ποιητές της εποχής. Ουσιαστικά όμως, ο Φ. αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην ποίηση και από την πλούσια ποιητική παραγωγή του ιδιαίτερα ξεχωρίζουν τα ποιήματά του που είναι συγκεντρωμένα σε τόμο με τον τίτλο Γαλλικές μπαλάντες (1897). Τα θέματα των ποιημάτων του τα άντλησε κυρίως από τη φύση, αλλά και από γαλλικά δημοτικά τραγούδια. Παρότι εντάσσεται στους συμβολιστές, καθιέρωσε στην πραγματικότητα μια νέα ποιητική τεχνοτροπία, που έχει άμεση σχέση με το πεζοτράγουδο. Ο ποιητής, ξεφεύγοντας από τους αυστηρούς κανόνες της κλασικής στιχουργικής, εκφραζόταν έτσι πιο αδέσμευτα, δίνοντας άμεση διέξοδο στα συναισθήματα και στις εμπνεύσεις του. Για το έργο του, το 1912, του απονεμήθηκε ο τίτλος του πρίγκιπα των ποιητών. Έγραψε και πολλά θεατρικά έργα, από τα οποία γνωστότερα είναι Το μικρό ζώο (1890), και ο Λουδοβίκος ΙΑ’ (1921).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Μέτερλινκ, Μορίς — (Maurice Polydore Marie Bernard Maeterlinck, Γάνδη 1862 – Νίκαια 1949). Βέλγος συγγραφέας. Μολονότι σπούδασε νομικά και εξάσκησε για μικρό χρονικό διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου, σύντομα συνειδητοποίησε το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”